- φλυκταίνας
- φλυκταίνᾱς , φλύκταιναblisterfem acc plφλυκταίνᾱς , φλύκταιναblisterfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
φλυκταινοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά φλύκταινας, που μοιάζει με φλύκταινα, φλυκταινώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλύκταινα + ειδής*] … Dictionary of Greek
εξέλκωση — η 1. ο σχηματισμός (δημιουργία) έλκους, το πλήγιασμα. 2. (ιατρ.), επιπόλαιη έλκωση της επιδερμίδας από διάρρηξη φυσαλίδας ή φλύκταινας που δεν αφήνει ουλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλυκταίνωση — η (ιατρ.), ο σχηματισμός φλύκταινας (βλ. λ.), φουσκάλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)